Ο Θάνος Αλεξανδρής γεννήθηκε στη Νέα Αρτάκη, λίγο έξω από τη Χαλκίδα. «Το μόνο που θυμάμαι από τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια είναι ότι δεν απόκτησα ούτε ένα φίλο. Μέχρι να περάσω στο πανεπιστήμιο, δεν βγήκα ποτέ από την αυλή μας για κοινωνικές συναναστροφές, αφού όλη μου η ζωή ήταν στα ιερατεία, με διακαή πόθο σαν ιεραπόστολος ή και σαν αρχιμανδρίτης να αναζητήσω τη σωτηρία μου», περιγράφει τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Προκάλεσε την ευγενική και συνεσταλμένη ιδιοσυγκρασία του όταν κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Νομική τόλμησε να σταθεί απέναντι στον Κάρολο Κουν με το «Όνειρο θερινής νυκτός». Αργότερα θα εμφανιζόταν δίπλα στον Γιώργο Μαρίνο στη θρυλική Μέδουσα, θα όργωνε τη νύχτα της επαρχίας, θα ασχολούνταν με τη δημοσιογραφία και θα παρουσίαζε δύο από τις πιο αμφιλεγόμενες εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης: το «Trash TV» και την «Καρακορτάδα». Έγινε γνωστός με το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Αυτή η νύχτα μένει» (Κάκτος) το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1994 και όμοιό του δεν είχε υπάρξει έως τότε. Σε αυτό βασίζεται η φετινή ομώνυμη σειρά στον Alpha η οποία σπάει τα κοντέρ της τηλεθέασης. Ο Αλεξανδρής μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σηκώνει το πέπλο της νύχτας και αποκαλύπτει τη ζωή που άνθιζε στα σκυλάδικα της επαρχίας κατά τη χρυσή εποχή τους. Εκεί όπου άλλοι κατάφερναν να κολυμπήσουν στα βαθιά κι άλλους τους ξέβραζε το κύμα. «Σύμφωνα με τους νόμους της διασκέδασης, τα πάντα ήταν φτιαγμένα για να αποθεώνεται η γυναίκα, και η ανδρική ποσόστωση στη δημιουργία ενός λαϊκού σχήματος ήταν από κάτι θλιβερά ποσοστά έως μηδαμινή, αφού ο άντρας τραγουδιστής στο χρηματιστήριο θεωρείτο τίποτα και για πολλούς καλύτερα να μην υπήρχε. Πέραν της απέχθειας, όμως, που είχαν για τους άντρες στα βαριά σκυλάδικα της επαρχίας –στην Αθήνα ήταν διαφορετικά-, ένας τουλάχιστον ήταν απαραίτητος για να κρατήσει όλο το πρόγραμμα και να εκτελέσει τις παραγγελιές των πελατών, ώστε από κάτω τα κορίτσια να κάνουν τις μεγάλες ζημιές» σημειώνει. |
|
Ο Θάνος Αλεξανδρής μαζί με δύο χορεύτριες από το μπαλέτο του Από τη Σπάρτη και την Καλαμάτα μέχρι την Ορεστιάδα, ο Αλεξανδρής έγραψε χιλιάδες χιλιόμετρα πάνω στις πίστες για να μπορέσει να διαβάσει τις αλήθειες που κρύβονται κάτω από το λούστρο της διασκέδασης. «Τα γκαρσόνια ξέρουν με μαθηματική ακρίβεια πότε ξεγυμνώνονται τα κορίτσια και έρχονται εκείνη τη στιγμή για να φέρουν το ουίσκι που ζήτησαν οι πελάτες πριν από μια ώρα» γράφει. Κονσομασιόν, παράφοροι έρωτες, κορίτσια στην υπηρεσία των πελατών, κρεατέμποροι, χαρτοπαίκτες και γεωργοί που επενδύουν τις αγροτικές επιδοτήσεις σε γαρύφαλλα και πιάτα αραδιασμένα στις πίστες, τις πασπαλισμένες με τόνους καψουρόσκονης. Φτηνό αλκοόλ, βουνά από γόπες τσιγάρων και καλλιτεχνικά γραφεία πέριξ της Ομόνοιας που καταλήγουν να γίνονται οι πύλες για τον Κάτω Κόσμο. «Ένα βράδυ του στείλανε δυο κουκλάρες για κονσομασιόν. Αφού τα κορίτσια κάθισαν και επί μια ώρα δεν τους έδωσε σημασία, η μία σηκώθηκε να πάει τουαλέτα. “A”, της είπε “θα περιμένεις πέντε λεπτά, γιατί χρειάζεται απολύμανση”. Φώναξε όλους τους σερβιτόρους και τον μετρ να επιβλέπει και παρήγγειλε να πλύνουν τη λεκάνη με τρία κιβώτια σαμπάνια. Όταν τελείωσαν οι δυστυχισμένοι νεαροί την παραγγελία, αυτός έδωσε την άδεια στο άναυδο κορίτσι να πάει για την ανάγκη της: “Πήγαινε κοπελάρα μου. Τα μικρόβια εξαφανίστηκαν”». Το χιούμορ του Αλεξανδρή, ζωντανό κι αληθινό όσο και οι διάλογοί του, είναι σαρωτικό. Ωστόσο, από τις πρώτες αράδες καταλαβαίνει κανείς πόσο βαθιά αγαπάει και αποδέχεται τον άνθρωπο χωρίς να τον ρετουσάρει. Αν κάτι λείπει από το βιβλίο είναι η πολιτική ορθότητα. Η νύχτα παρουσιάζεται χωρίς φίλτρα κι όποιος αντέξει. |
|