«Είναι χειμώνας, απόγευμα. Το χιόνι πολύ. Η Δήμητρα βλέπει τη μάνα της να προχωράει στη δημοσιά με γρήγορα και σταθερά βήματα. Περίεργο, δεν κουτσαίνει πια. Κρατάει στο ένα χέρι την τραγιάσκα του πατέρα. Δεν την ακουμπάει πάνω της, στα πλάγια την κρατάει και σε απόσταση από το σώμα της, σαν να κρατάει από το χέρι ένα μικρό παιδί».
Σε απροσδιόριστο χρόνο, από τα συμφραζόμενα πιθανότατα τη δεκαετία του 1970, η Δήμητρα, μια νεαρή γυναίκα η οποία μόλις έχει πάρει το πτυχίο της στη φιλολογία, επιστρέφει χειμώνα στο ορεινό χωριό της για να επισκεφτεί την οικογένειά της. Σε ένα σκηνικό όπου το χιόνι πέφτει ασταμάτητα από άκρη σε άκρη έχει παγώσει ταυτόχρονα και ο χρόνος. Η καθημερινότητα της μάνας της κινείται μεταξύ ζωής και θανάτου, καθώς βιώνει επί σειρά ετών άγρια κακοποίηση από τον σύζυγό της, ο οποίος έχει αποφασίσει ότι αυτή είναι η φύση του. Ένα πολύ σκληρό γεγονός θα γίνει η αφορμή για να ανοίξουν τα στόματα και οι μανταλωμένες καρδιές και να αποκαλυφθούν μυστικά που έχουν επιδράσει καταστροφικά στην πορεία ολόκληρης της οικογένειας.
Η «Η κόρη και η νύχτα» (εκδόσεις Τόπος) της Αθηνάς Τσάκαλου είναι μια ιστορία για το κλειστό κύκλωμα της ενδοοικογενειακής βίας, τη δυστυχία και τις νέες μορφές κακοποίησης που γεννά. Μια ιστορία για τις πολλές όψεις της αλήθειας, για τα μισόλογα και τη βία της σιωπής (πέρα από τη σωματική βία η οποία έχει αφήσει μόνιμες βλάβες), καθώς και για τα ερωτηματικά που δεν απαντώνται παρά μόνο όταν πλέον είναι πολύ αργά.
Στο χωριό της Δήμητρας οι γυναίκες δεν έχουν όνομα. Είναι η Βασίλαινα και η Κωνσταντάκαινα. Αποτελούν το βιος του άντρα τους ο οποίος ταυτόχρονα τις αντιμετωπίζει σαν βάρος. Η Δήμητρα είναι από τις τυχερές της νέας γενιάς που έφυγαν από το χωριό νωρίς και γνώρισαν μια διαφορετική κοσμοθεώρηση. Όμως όταν επιστρέφει και προσπαθεί να βοηθήσει τη μητέρα της αντιλαμβάνεται ότι όσο μακριά κι αν έχει φύγει όλα αυτά τα χρόνια, εξακολουθεί να αποτελεί μέρος του κύκλου της κακοποίησης. «Δεν θα μοιάσω στον πατέρα μου» μονολογεί, κι όμως είναι κάτι που συμβαίνει ασυνείδητα. Όσο πιο πολύ μοιάζει με εκείνον τόσο πιο δύσκολο της είναι να προσεγγίσει τη μητέρα της, η οποία έχει ξεχάσει πλέον να μοιράζεται τις σκέψεις της. Θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να προσεγγίσουν η μία την άλλη, πρωτίστως όμως θα πρέπει να μάθουν να ακούν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Η Αθηνά Τσάκαλου («Οι λεηλάτες του μεσημεριού», «Τι χορούς να χορέψω») χτίζει με μαεστρία μια στέρεη αφήγηση, σε κάθε κεφάλαιο της οποίας ρίχνει ελεγχόμενα φως στα σκοτάδια. Η ζωή θα αρχίσει να παίρνει πάλι μπρος όταν φροντιστούν όλες οι πληγές που καταλήγουν σε μία. |
|