|
Αφιέρωμα στα Παραμύθια | Δρ Ευστράτιος Παπάνης Περιεχόμενα Ο ρόλος των παραμυθιών στη σύγχρονη εποχή Εικαστικά και παραμύθια Οι έρωτες του μπλε και του κόκκινου Το παραμύθι της Ευτυχίας και της Δυστυχίας Το λουλούδι της ευτυχίας Η μυστική Λειτουργία Ο λύκος, οι ύαινες και τα τρία γουρουνάκια Μια διήγηση για μεγάλα και μικρά παιδιά Το παραμύθι του Θεού Γιατί η Γη γυρίζει Ο Θεός των στιγμών, που δεν πρόλαβαν να τελειώσουν Ο ρόλος των παραμυθιών στη σύγχρονη εποχή Δρ Ευστράτιος Παπάνης Είναι τρομακτική και με ανυπολόγιστες ακόμα συνέπειες η διαπίστωση ότι η παιδική ηλικία ή τουλάχιστον τα βασικά συστατικά της τείνουν να περιοριστούν στις μέρες μας. Τα παιδιά βιάζονται να μεγαλώσουν, για να εισέλθουν σε μια παρατεταμένη εφηβεία, και οι γονείς, αποκομμένοι από τα ενοποιητικά, παραδοσιακά στοιχεία, που δόμησαν την οικογένεια, σε συμβολικό και πραγματικό επίπεδο, επιτείνουν με τις πραγματιστικές επιλογές τους τη δυσοίωνη αυτή κατάσταση. Η παιδικότητα είναι συνυφασμένη με το μαγικό, το άρρητο και το υπερφυσικό. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το μύθο, τον ανθρωπομορφισμό και τον ανιμισμό, με άλλα λόγια με την παρηγορητική αφήγηση-το παραμύθι. Η ίδια η λογική αναπτύσσεται ως αντιπαραβολή προς το φανταστικό και χωρίς αυτό μένει κενό γράμμα και οικοδόμημα δίχως στέρεες ρίζες. Η εξιστόρηση, η αναπαλαισίωση της πλοκής, η στιχομυθία, η ποιητικότητα, συνιστώσες, που δημιούργησαν το θέατρο και πολλές μορφές τέχνης και που διατήρησαν αλώβητες στα παραμύθια, έχουν αντικατασταθεί από την άχρωμη παράθεση δεδομένων, από τον περιληπτικό λόγο και την απύθμενη αιτιοκρατία. Τα κυρίαρχα ψηφιακά μέσα της εποχής μας και τα ΜΜΕ δεν συντηρούν μυστικά, καταπνίγοντας την παιδική αγνότητα. Αποκαλύπτουν τα ανούσια και συγκαλύπτουν τα ουσιαστικά, αδιαφορώντας για την ψυχοσύνθεση και την ηλικία του τηλεθεατή-χρήστη-αναγνώστη-ακροατή. Η πληροφορία σήμερα είναι σύντομη, δυναμική, παραπεμπτική. Έχει απωλέσει την ελκυστικότητα βασισμένη στην αληθοφάνεια. Οι αρχετυπικές αξίες, τα ινδάλματα και οι παραδοχές, που γαλούχησαν την ανθρωπότητα, παρουσιάζονται με τον πιο απροκάλυπτο και πεζό τρόπο, αποστεγνωμένα από το λυρισμό, την εφευρετικότητα της διήγησης, το παράδοξο, το απρόσμενο και το λυτρωτικό. Οι κλασικοί ήρωες αντικαταστάθηκαν σταδιακά από βίαιους χαρακτήρες σε κόμικς και οι πριγκίπισσες εκθρονίστηκαν από καταναλωτικές, νευρωτικές φιγούρες, που εμποτίζουν τα παιδιά με άγχος και ένταση. Το ευτυχισμένο τέλος των παραμυθιών, η κάθαρση, έδωσε τη θέση του στο κενό, που συνοδεύει τα σύγχρονα υποκατάστατα, ενώ η αποκοπή από το φυσικό κόσμο αντικατοπτρίζεται στην έλλειψη αναφορών σε πλάσματα της γης, της θάλασσας και του αέρα, που παλιότερα συνόδευαν με καταλυτικούς ρόλους τους κεντρικούς ήρωες στις περιπέτειές τους. Στα παραμύθια μπορεί κανείς να ανακαλύψει την ίδια την πορεία του ανθρώπινου είδους, που ταυτίζεται με θαυμαστό τρόπο με το δρόμο του παιδιού προς την ενηλικίωση. Δεν υπάρχει λαός χωρίς παραμύθια, ενώ πολλές από αυτές τις αφηγηματικές ιστορίες έχουν περάσει τα σύνορα και έχουν εξελιχθεί σε πανανθρώπινους μύθους. Οι χαρακτήρες τους αλλάζουν μορφή, ανάλογα με τη χρονική περίοδο, που εξελίσσονται, αλλά πάντοτε απεικονίζουν όλους τους κοινωνικούς τύπους, τις ανισότητες, τη διαφορετικότητα, την παράδοση, το λαϊκό πολιτισμό και τον κοινό αγώνα για επιβίωση. Μέσα από αντιθετικές έννοιες αναδεικνύεται η πάλη του καλού και του κακού, ο θάνατος και ο έρωτας, η πλεονεξία, ο αλτρουισμός, η ομορφιά και η ασχήμια, η δικαιοσύνη, η ύβρις και η νέμεσις. Όλη η φύση συμμετέχει στα πάθη των ηρώων και χαίρεται όταν επέρχεται η λύτρωση. Γιατί τα παραμύθια αρχικά πλάθονταν για να απευθυνθούν σε ενηλίκους και όχι σε παιδιά. Πάντοτε είχαν διδακτικό χαρακτήρα και κατά πολλούς τρόπους αποτελούσαν μορφή ψυχανάλυσης. Η ανάμνηση του αγαπημένου παραμυθιού δεν είναι τυχαία, αλλά αποκαλύπτει καθηλωμένες ελπίδες, υποσυνείδητους φόβους, απωθημένες ενορμήσεις. Αποτελεί το συνεκτικό κρίκο με την παιδική ηλικία και την επιθυμία της επιστροφής στην ασφάλεια και την ξεγνοιασιά της. Γι’ αυτό, διαφορετική η επίδρασή των παραμυθιών, όταν αποδέκτης είναι ένα παιδί που έχει κακοποιηθεί και άλλη, όταν ομιλούν σε εκείνο, που περνά μια ασθένεια. Τα παραμύθια αξιοποιήθηκαν από το σχολείο για παιδαγωγικούς-εκπαιδευτικούς λόγους (γλωσσική εξάσκηση, δημιουργική έκφραση, αντίληψη σχημάτων λόγου, επεξεργασία εμπειριών του παρελθόντος, παιγνιοθεραπεία, θεατρικές αναπαραστάσεις, τελετουργίες, αναπλάσεις ιστοριών, καλλιέργεια της φαντασίας), αλλά και από την ψυχολογία για θεραπευτικούς σκοπούς: Τα παιδιά ταυτίζονται με τους ήρωες και μαθαίνουν να διαχειρίζονται με συμβολικό τρόπο, μέσα από υιοθέτηση ρόλων και από απόσταση τα δικά τους πάθη, τις αγωνίες, τους φόβους και τις ανασφάλειες. Το παραμύθι είτε ως σύντροφος του παιδιού πριν τον ύπνο, παράλληλα με τα νανουρίσματα, είτε ως οικογενειακό μυθιστόρημα, είτε ως θεατρική απόλαυση συνέδεε πάντοτε τα μέλη της εκτεταμένης ή πυρηνικής οικογένειας μεταξύ τους και κυρίως τον παππού και τη γιαγιά με τα εγγόνια, εγκαθιδρύοντας δεσμούς ακλόνητους στο χρόνο και εξισορροπώντας τις διαγενεακές αντιθέσεις. Σήμερα, η επέλαση της μονογονεικότητας, ο περιορισμός του χρόνου παραμονής και των δύο γονέων στην εστία για οικονομικούς-επαγγελματικούς λόγους, η γεωγραφική απομάκρυνση, ο απομονωτισμός που επιβάλλει η τηλεόραση και ο υπολογιστής, η καταπόνηση του παιδιού από τις εξωσχολικές δραστηριότητες, ο εξοβελισμός του παραμυθιού ως αναχρονιστική μορφή αλληλεπίδρασης και κυρίως οι ψευδεπίγραφες προοδευτικές παιδαγωγικές θεωρήσεις, οδηγούν στην αποξένωση και στην εξασθένηση των συναισθηματικών αποθεμάτων της οικογένειας με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεση και τη δημιουργικότητα. Τα παραμύθια ανέκαθεν συνέδεαν τη νέα γενιά με την παράδοση, με τα λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία περασμένων εποχών και κοινωνιών, που έχουν παρέλθει. Με την αλληγορία τους μεταλαμπάδευαν τις αγωνίες και τους πόθους των ανθρώπων από τα παλιά στους σύγχρονους, διασφαλίζοντας τη συνέχεια του πολιτισμού. Μα πάνω από όλα διακήρυτταν την ευάλωτη φύση του ανθρώπου, ο οποίος παρά τους μετασχηματισμούς του παρέμεινε το ίδιο αδύναμο πλάσμα, που χρειάζεται την αλληλεγγύη, τη συμπαράσταση, την παραμυθία και την συμπόρευση του μαγικού με το πραγματικό, για να επιβιώσει. Εικαστικά και παραμύθια Δρ Ευστράτιος Παπάνης Ο λόγος των παραμυθιών είναι παρηγορητικός και και μεταβατικός. Ταξιδεύει τον ακροατή από τη ρεαλιστική διάσταση στη φαντασιακή, από το χαμηλότερο επίπεδο συνειδητότητας στο υψηλότερο, από την ανησυχία στην εξέγερση των αισθήσεων, από την νηνεμία στην κορύφωση του δράματος, από την ένταση στην εκτόνωση και στην από-μυθοποίηση. Τα εικαστικά στο ταξίδι αυτό είναι το νόμισμα για το βαρκάρη, που θα περάσει τον ακροατή ή τον αναγνώστη στην αντίπερα όχθη της αυτογνωσίας και της ισορροπίας και της γαλήνης. Αφού ταυτιστεί η καρδιά με τους ήρωες και βιώσει σε συμβολικό επίπεδο το εύρος των συναισθημάτων τους, το άλγος, την οδύνη, τη θλίψη, τη χαρά, τον ενθουσιασμό, την αγωνία, την απογοήτευση, την αδικία, την ασφάλεια, φτάνει στο αίσιο τέλος με την ίδια την προαιώνια κάθαρση να τον προειδοποιεί, να τον αποκαθιστά, να τον καθησυχάζει, να του απαλύνει την ανησυχία. Κι αν ο νους των παιδιών, κουρασμένος από την περιπέτεια μπορεί να αποκοιμηθεί, έχοντας συμφιλιωθεί με τους τρόμους του, οι λογισμοί των μεγαλύτερων έρχονται σε επαφή με υποσυνείδητες ανάγκες, απωθημένα συναισθήματα, καταπιεσμένες σκέψεις και λησμονημένους πόθους. Ο καταιγισμός των ενσυνείδητων και λανθανόντων αυτών καταστάσεων αμορφοποίητος και ακατέργαστος ζητά να πάρει σχήμα, να γίνει εικόνα, σχέδιο, αποτύπωμα, καταφύγιο, που θα καθοδηγήσει την αμύητη ψυχή στην πορεία του μύθου. Η Τέχνη και τα Εικαστικά γίνονται τα σκαλοπάτια της δύσκολης ανάβασης, οι βακτηρίες στις κακοτράχαλες ατραπούς, οι αναβαθμίδες της πνευματικής ανύψωσης, οι εξάντες, που ανακατευθύνουν και προσανατολίζουν το νου. Μέσω της ζωγραφιάς η αρμονία ενσαρκώνεται, τα δρώντα πρόσωπα αποπνέουν οικειότητα, οι συνειρμοί ταξινομούνται, τα κίνητρα χρωματίζονται, η δράση φωτίζεται, η σκέψη δεν παραστρατεί αλλά προχωρά προς την τελική λύση. Κάθε παραμύθι είναι μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία, στην οποία, αν ο λόγος θεωρείται η οδός, τα εικαστικά είναι το φως που την ερμηνεύει Οι έρωτες του μπλε και του κόκκινου Δρ Ευστράτιος Παπάνης Μια φορά κι έναν καιρό δυο νέοι είχαν καθίσει να ξεκουραστούν στα απόμερα των δικών τους κόσμων. Εκείνος βαρέθηκε το κόκκινο της ζωής του κι εκείνη έχανε την υπομονή της με το αμείλικτο μπλε, που όριζε τα συναισθήματα της. Στο σημείο, που εφάπτονταν τα σύμπαντα τους, ένα λαμπερό μωβ έβαφε τον ορίζοντα και τους πόθους τους. Εδώ θα ζήσουμε για πάντα μαζί. -Τι υπέροχο, αυτοκρατορικό χρώμα ψιθύρισε. Πόσο πιο υποβλητικό το βιολετί και με τι τρόπους μου θυμίζει το πορφυρό του κόσμου μου, που έχω συνηθίσει, είπε εκείνος. – Με εξεγείρει αυτός ο τόπος, θαύμασε κι εκείνη. Τι απαλό το μενεξεδί και πώς με εκσφενδονίζει πίσω στο μπλε των αναμνήσεων και των αγαπημένων μου. Εδώ θα ζήσουμε μαζί. Εδώ, που οι λογισμοί και τα καρδιοχτύπια ενώνονται στο ιώδες της οικουμένης. Όμως ο χρόνος γκρίζαρε την αγάπη τους και η συνήθεια καταπόντισε τις αισθήσεις και τις ανοχές τους. -Δεν είναι μωβ, είπε εκείνος, δες πώς το ερυθρό υπερτερεί και το κυανό ενσωματώνει. Έπρεπε να το είχα καταλάβει: Μόνο τα κόκκινα σου στοιχεία μπορώ να ανεχτώ, εκείνα, μέσα στα οποία είχα βυθιστεί στην παιδική μου ηλικία. -Βαρέθηκα το μωβ, συμπλήρωσε κι εκείνη. Μου θυμίζει το μπλε, που τόσο με καταπίεζε, από τα παιδικά μου χρόνια. Ουράνια τόξα οι τόποι μου, όχι μονόχρωμες εμμονές σε μία απόχρωση. Κι έτσι χωρίστηκαν. Και από τους καιρούς εκείνους οι έρωτες, που με δανεικά χρώματα εκστασιάζονται, χωρίς να γεννήσουν το δικό τους, καταδικασμένοι είναι να πεθαίνουν μέσα σε ασπρόμαυρες ειμαρμένες. Το παραμύθι της Ευτυχίας και της Δυστυχίας Δρ Ευστράτιος Παπάνης Όταν ο Χρόνος και η Ζωή γέννησαν τα δύο δίδυμα κοριτσάκια, την Ευτυχία και τη Δυστυχία, όλοι χάρηκαν μέσα από την καρδιά τους, αλλά ανησύχησαν συνάμα, επειδή οι γονείς είχαν μια πολύ ιδιόρρυθμη σχέση: Ο Χρόνος με τις παραξενιές και την ασταμάτητη περπατησιά πλήγωνε τη Ζωή, τη γερνούσε και τη σκότωνε, κι αυτή ξεπετιόταν από τα σπλάχνα του, νεότερη, σοφότερη και ασυγκράτητη. Κανείς δε ήξερε, συνεπώς, τι σόι παιδιά θα προέκυπταν και σε ποιον θα έμοιαζαν. Κι όμως από πολύ νωρίς η Δυστυχία έβρισκε παρηγοριά στην αγκαλιά του Χρόνου, γιατί μέσα της αποκτούσε διάρκεια και ίαση, ενώ η Ευτυχία πάντα κρυβόταν αλλού και σπάνια τρύπωνε μέσα στα πελώρια χέρια του. Γι αυτό κρατούσε λίγο και εξαφανιζόταν, αν παρέμενε για πολύ κοντά του. Τα αδέρφια μεγάλωναν και έπαιζαν μαζί, πιασμένες χέρι χέρι, ίδιες στην όψη και στις καταστάσεις, που τις θέριευαν. Η πιο μεγάλη τους διαφορά ήταν το γέλιο της Ευτυχίας και η γκρίνια της Δυστυχίας, ιδιότητα που την έκανε ανεπιθύμητη και δυσάρεστη στους ανθρώπους. Όλοι προσκαλούσαν στα σπίτια τους την πρώτη και εξόρκιζαν τη δεύτερη. -«Είναι άδικο», φώναζε στη μητέρα της, « Άδικο. Εμένα κανείς δε με θέλει για φίλη και κανένας δεν με αγαπάει. Ο καθένας προσπαθεί να με αποφύγει και όταν τους βρίσκω, επικαλούνται τις Μοίρες για να με αποδώσουν και τους Θεούς, για να με καταδιώξουν. Κι αυτήν εδώ την αδερφή μου, που είναι τόσο εσωστρεφής και ακοινώνητη και σπάνια επισκέπτεται τους άλλους όλοι την κυνηγούν και την επιδιώκουν. Τι λάθος κάνω;» «Μην στεναχωριέσαι άδικα», την καθησύχασε η Ζωή. «Μια που είστε πανομοιότυπες στη μορφή, θα βάζεις τα ρούχα της Ευτυχίας, και θα έρχεσαι μαζί μου» Έτσι κι έγινε. Και από τότε οι άνθρωποι μπερδεύουν τις καταστάσεις, που θα τους προκαλέσουν ευτυχία ή δυστυχία και συχνά ανοίγουν την πόρτα τους ανυποψίαστοι στα δεινά.. Το λουλούδι της ευτυχίας Δρ Ευστράτιος Παπάνης Είναι η ευτυχία ένα λουλούδι, που ανθεί μόνο κοντά στα λουλούδια της ευτυχίας των άλλων. Δυσεύρετο νομίζουν οι δύσπιστοι πως είναι, όμως αυτό αλλάζει μορφές και χρώματα, παραλλάσσεται και μεταμορφώνεται, για να μην καταλαβαίνουμε πως θάλλει μέσα στις ζωές και την ευτυχία των διπλανών. Χωρίς αυτές δε ζει, δε μεγαλώνει, δεν μεταλαβαίνει την άνοιξη. Κρυμμένο πάντα δίπλα μας, αόρατο με τη μεταμφίεση της απλότητας, χάνεται ώστε όλοι παράφορα να το ψάχνουν. Λουλούδια πολλά προσπαθούν να του μοιάσουν, για να ξεγελάσουν τους αφελείς και να πλανέψουν τους αμύητους. Αντιγράφουν τη μορφή, μιμούνται την υφή και προσποιούνται το κάλλος του. Όμως ποτέ δεν μπορούν να προσεγγίσουν την οσμή του. Όταν κάποιος το βρει, θα μαραζώσει, αν το μεταφυτέψει μακριά από τους κήπους των λουλουδιών της ευτυχίας των άλλων. Γιατί το μαραίνει η μοναξιά, του μαυρίζει τα πέταλα η ιδιοτέλεια, ξεριζώνει τους μίσχους του η φιλαυτία. Οι σοφοί θα σας πουν πως ευωδιάζει μόνο όταν το αφήνεις να σκορπίζει τη γύρη του ελεύθερο στον κόσμο όλο. Μόνο τότε το άρωμα του σπαταλά, όταν τρυπώνει στις καρδιές όσων το περιστοιχίζουν. Και εξεγείρονται οι καρδιές αυτές και επαναστατούν οι αισθήσεις, που το περικλείουν. Και αγαλλιάζει κι ο Θεός, όταν αντιλαμβάνεται πως αντικαθρεφτίζει το λουλουδάκι τούτο τη μοιρασμένη ευτυχία και όχι την ηδονή μόνο του κατόχου του Μα δεν ξέρουν οι πιο πολλοί άνθρωποι να το φροντίσουν. Ακόμα κι όταν καταφέρνουν να το ανακαλύψουν, οι πράξεις τους το βεβηλώνουν. Το νιώθουν καμία φορά να φουντώνει στους λογισμούς τους, να πάλλεται σαν σκέψη παιδική και νομίζουν πως ζητά πολλά, για να αναγεννιέται. Όμως αυτό σκιρτά από αγάπη, που δε ζητά τίποτα. Ούτε καν τον εαυτό της.. Φοβούνται να αφήσουν τους άλλους να το πλησιάσουν μην τυχόν και το ποδοπατήσουν. Το περιορίζουν σε βάζα του εγωισμού και θερμοκήπια αλαζονείας. Βάζουν φύλακες να το φυλάνε: άλλους ανθρώπους, έρωτες, χρήματα, δόξες, έπαρση. Φοβούνται μην περάσει ο χρόνος τους δίχως να το βρουν κι αν κάποτε το βρουν να μην το χάσουν. Όμως η έγνοια σκοτώνει την ευτυχία. Και η προσπάθεια να το κατακτήσεις το εξαϋλώνει. Κι όλοι προσπαθούν και προσπαθούν Γιατί φθονεροί ήταν οι δαίμονες, που χρόνια πριν, το λουλούδι της ευτυχίας είδαν και είπαν: Κάποτε το ανθάκι αυτό στον Παράδεισο φύτρωνε. Και σήμερα κουβαλά την ανάμνηση του Γι αυτό η ευτυχία είναι ταπεινή και ευλογία για εκείνους, που καταλαβαίνουν πως ανθεί δίπλα μόνο στα λουλούδια της ευτυχίας των άλλων Και κατάρα άφησαν βαριά να μαραίνεται αν μάτι κακοπροαίρετο το αντικρίσει και να πληγώνεται αν με δόλο πάει κάποιος να το αποκτήσει. Αν, λοιπόν, θέλετε και σεις το αποτύπωμα το μικρό της Εδέμ να γίνει δικό σας, ψάξτε να το βρείτε εκεί που πονούν οι άλλοι και ρίξτε το σπόρο του, που μες με το νάμα της ψυχή σας θα έχετε προετοιμάσει. Και τόσο βαθιά θα ριζώσει, όσο είναι το μέτρο της αγάπης σας… Η μυστική λειτουργία Δρ Ευστράτιος Παπάνης Στην εκκλησία του χωριού μου κάποιες χειμωνιάτικες βραδιές, την ώρα που ο εσπερινός τελειώνει και οι πόρτες της κλειδώνουν απέξω το κρύο και την ακινησία, ξεκινά η μυστική λειτουργία. Κίτρινα φώτα στους δρόμους διυλίζουν τη βροχή, τους φόβους, την ερημιά. Από νωρίς έχουν κλειστεί στα σπίτια τους οι κάτοικοι μαζί με τις έγνοιες τους και ο αέρας διαπερνά τα σοκάκια, τις αυταπάτες, τις γρίλιες και τις κερκόπορτές τους. Μα ο νους, που ερωτεύτηκε τα άυλα, ακούει στο σφύριγμά του ανέμου τα αόρατα σήμαντρα να καλούν για το μεγάλο απόδειπνο. Ιερείς από αλλοτινές εποχές ντύνονται τα άμφια των αιώνων και παίρνουν τις θέσεις τους στο ιερό, στα εξαπτέρυγα, που λαμποκοπούν ζωντανεμένα, στο θυσιαστήριο, στην πρόθεση. Στα στασίδια γνώριμες μορφές, που από καιρό έχουν πεθάνει. Οι γέροντες και οι γριές των παιδικών μου χρόνων, όσοι εξαλείφθηκαν τόσο αιφνίδια μες τη ζωή μου και λιγόστεψαν στη μνήμη, πρόσωπα, που ξεθώριασαν στον ασβέστη του χρόνου, σύντροφοι, που κάποτε, πλανεμένος από τη νεότητα, τους θεώρησα παντοτινούς και αναλλοίωτους. Άλλοι κρατούν τη σύνοψη με τις σταλαγματιές τις κίτρινες και σιγοψέλνουν, άλλοι ξεριζώνουν τα κεριά από τα μανουάλια και άλλοι σηκώνονται στο πέρασμα του θυμιάματος και του διάκου. Η περιφορά αγιάζει όσα υπήρξαν. Και όσα πέρασαν δέονται για αυτά που θα έλθουν. Και όλοι μαζί ετούτοι που νήστεψαν τα επίγεια μεταλαμβάνουν την οδύνη του ανθρώπου μπροστά στην ωραία πύλη. Παιδιά μικρά που χάθηκαν από αρρώστια ή ατύχημα, ιεροπαίδες ντύνονται την αθωότητα, τα στιχάρια και τα οράρια κρατώντας τους σταυρούς του μαρτυρίου. Οι θύρες ανοίγουν και πληθαίνει το φοβερό εκκλησίασμα. Στις εικόνες οι προφήτες και οι άγιοι και οι βιβλικές σκηνές πυρπολούνται από θείο φως και ενσαρκώνονται. Ο ναός όλος κινείται και ανυψώνεται και αιωρείται μαζί με μελίσματα βυζαντινά, φθόγγους αρχαίους και μοιρολόγια παλιά, αιολικά. Οι ψαλμοί γίνονται θρόισμα, που λικνίζει τις κανδήλες, ισοπεδώνει την έπαρση, πριν κατευθυνθεί προς την Παναγία την απροσμάχητη. Κι εκεί κάτω από τον άμβωνα, οι δικοί μου νεκροί, οι αγαπημένοι απόντες, εκείνοι που με τη στοργή τους ανεξίτηλα καθόρισαν οτιδήποτε έμελλε να γίνω, κρατούν από το χέρι ένα αγέννητο παιδάκι. Η νύχτα προχωρά και οι ψυχές οι κατανυκτικές ανασκιρτούν στην έλευση του Κυρίου. Προχωρά ο Χριστός και αγάλλεται η χειμερινή εκκλησία και το κοιμισμένο χωριό και οι ψυχές δέχονται τη συγκατάβαση και την ευλογία Του. Υπάρχουν κάποιες βραδιές ερημικές που ο καθένας στη ζωή του θα ακούσει τα αόρατα σήμαντρα της μυστικής λειτουργίας. Αρκεί ο νους του να έχει ερωτευτεί τα άυλα και τα αφανέρωτα. Ο λύκος, οι ύαινες και τα τρία γουρουνάκια Μια διήγηση για μεγάλα και μικρά παιδιά Δρ Ευστράτιος Παπάνης Υπάρχει μια μέρα στο τέλος των δίσεκτων ετών, που τα παραμύθια λήγουν με απροσδόκητο, ακόμα και αντίστροφο τρόπο. Όχι αναγκαστικά καλό ή κακό, γιατί αιώνες τώρα ξέρουμε πως αυτά τα δυο, καταδότες των Θεών είναι, έτσι που, όταν έρχονται δήθεν ακάλεστα στους ζωντανούς, φέρνουν εκβάσεις περίεργες και συνέπειες απρόβλεπτες και μοίρες. Συμβαίνει, λοιπόν, τότε ο κοντορεβυθούλης να γίνεται πανύψηλος, η Κοκκινοσκουφίτσα να φτάνει στη γιαγιά, κινδυνεύοντας από τα βόλια μονάχα του επίδοξου κυνηγού, ο καθρέφτης να σπάει σε χίλια κομμάτια, πριν ανακηρύξει την ομορφότερη, οι πέτρες με τις οποίες τα κατσικάκια γέμισαν την κοιλιά του κοιμισμένου λύκου να είναι αβύθιστες ελαφρόπετρες και το γοβάκι της Σταχτοπούτας, ανέλπιστα, να χωράει στο πόδι της μεγαλύτερης αδερφής! Σε ένα τέτοιο παραμύθι κάποτε, και ενώ η εμβόλιμη μέρα του χρόνου είχε για τα καλά μπει, τα τρία γουρουνάκια είχαν δει να κατεδαφίζονται όλες οι εκδοχές των σπιτιών τους, ακόμα και τα πέτρινα, επειδή ο λύκος είχε εκσυγχρονιστεί με μπουλντόζες και μηχανήματα και είχε ανίερα συμμαχήσει με την πολεοδομία για την βίαιη απομάκρυνση κάθε εκτός σχεδίου κτίσματος. Έκθετα τα χοιρίδια ετοιμάζονταν να υπομείνουν καρτερικά το γαστριμαργικό πεπρωμένο τους, όταν εξαίφνης, απειλητική και βουερά, με αλαλαγμούς και ύβρεις και επιχειρήματα εμφανίστηκε μια αγέλη υαινών, που κατατρόπωσε τον λύκο και τον εξέθεσε σε ολα τα ζώα του δάσους με τα ακόλουθα λόγια: Δεν ντρέπεσαι πανούργε και μοχθηρέ, εσύ που απασχολείς με τις βλακείες σου όλες τις διηγήσεις, να τα βάζεις με αυτά τα απροστάτευτα και τρυφερά πλασματάκια; Μια καταδιώκεις την ανήλικη Κοκκινοσκουφίτσα, μια τα παιδιά της κατσίκας και τώρα τούτα εδώ τα ανίδεα γουρουνάκια; Γιατί δεν τα βάζεις με κάποιον του μεγέθους σου, αλλά προτιμάς όσα δεν έχουν ακόμα μεγαλώσει; Ιδού, σε καταγγέλλουμε ενώπιον των κατοίκων αυτής της ζούγκλας αλλά και μπροστά στον λέοντα τον αυτοκράτορα, για την ανάρμοστη και επονείδιστη συμπεριφορά σου. Ναι, υπερθεμάτισαν τα γουρουνάκια και, καθώς ξεθάρρεψαν, άρχισαν να λοιδορούν κι άλλα σαρκοφάγα. Να και η τίγρης πήγε να μας κατασπαράξει και το τσακάλι και ο κροκόδειλος και ο δράκος. Βασιλιά πρέπει όλη η δίκαιη και έκπληκτη από όσα διαδραματίζονται κοινωνία να μας προστατέψει. Διάταξε να μας φυλάει τούτη η αγέλη των υαινών και ‘μείς θα σας αποκαλύψουμε κάθε παραβάτη από δω και πέρα. Το λιοντάρι μη θέλοντας να προκαλέσει το δημόσιο αίσθημα (πολλά αγριογουρουνάκια είχε ήδη στο στομάχι του) είπε με στόμφο: Από δω και πέρα οι ύαινες αναλαμβάνουν την διαφύλαξη της ψυχικής και σωματικής ευεξίας σας. Θα έρχεστε, όμως, μια φορά το μήνα να καταγγέλλετε εκείνους που αμφισβητούν τις διαθέσεις μου. Έτσι κι έγινε. Όμως τα γουρουνάκια δεν πήγαν ποτέ να ξαναμιλήσουν στον βασιλιά. Και οι φήμες λένε πως οι προστάτιδες ύαινες κατέσφαξαν τα τρία (και πολλά άλλα) γουρουνάκια Επειδή καμία φορά οι θεματοφύλακες των αξιών μιας άγριας ζούγκλας είναι πιο ανήμεροι από τους διώκτες λύκους.. Το παραμύθι του Θεού Δρ Ευστράτιος Παπάνης Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι, που ήθελε στο τέλος, να ζουν οι ήρωες του καλύτερα από εκείνους, που το διαβάζουν. -Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, είπε ο αφηγητής.Να, δες εμένα. Φαίνομαι να σκαρώνω σαν αοιδός τους μύθους και να διαπλάθω τους ήρωες, να προνοώ για το τέλος, έτσι ώστε, όσοι ακούν το παραμύθι να νομίζουν πως ζουν καλύτερα, όμως και γω ακόμα ο δημιουργός σου κλυδωνίζομαι από την απορία αν είμαι πιο αληθινός από σένα. -Αθροίζω τις στιγμές μου, μα δε συμπληρώνεται η ζωή μου -Αναμετρώ όσα θυμάμαι και δεν γράφεται η ιστορία μου. -Στοιχίζω συναισθήματα, κίνητρα και πράξεις, όμως κάτι λείπει για να περικλείσει την ύπαρξη μου. -Να συλλέξω, πασχίζω, τα κομμάτια, που με απαρτίζουν, ενώ όλα διαφεύγουν, απωθούνται, διαλύονται -Στη γραμμή, αγαπημένα και πολύτιμα, τα πρόσωπα, που με καθόριζαν, εντούτοις ξεχασμένες οι σχέσεις και η πλοκή, που τα συνέδεε. Τα λόγια τους διαθήκες και άγια δισκοπότηρα, αλλά λησμονημένες οι λέξεις και οι παλμοί, που τα κληροδότησαν. Τι φρίκη!! Ένα σύμπαν διήγηση, υπαρκτό στο νου μόνο των ανθρώπων, που το οραματίστηκαν. Και μέσα του εγώ Ένα σύμπαν παραμύθι, που συνέχεται από τους νόμους, που δήθεν το περιέγραψαν. Ένα σύμπαν ραψωδία και δονούμενες χορδές, ανάλογα με τις ερμηνείες και τις θεωρίες μας. Αλλά στην πραγματικότητα αδιάφορο, αποκλίνονδιαστελλόμενο μέχρι την εξαφάνιση. Ολόγραμμα, άθυρμα, φάντασμα, οπτασία διαστάσεις ανείπωτες και πιθανότητες άπειρες. Παγερό σκοτάδι, που ο θάνατος, το τέλος του πλανήτη, των άστρων, των γαλαξιών, του χρόνου, αδιάφορος προς την τελική του μοίρα είναι και κατάληξη. Και μέσα στην Ανυπαρξία του εμείς. Κάτι λείπει σε όλο αυτό, που να δίνει το νόημα, να ενώνει τα μέρη, να υπερβαίνει το δημιούργημα, να γράφει το τέλος και την αρχή, έτσι που τα πάντα μέσα και έξω να είναι ζωντανά. Γράψε τότε ένα παραμύθι για το Θεό, είπε το παραμύθι. Το Θεό που όλα τα συνέχει. Πώς θα το κάνω αυτό; Μα είναι εύκολο: Οι ιστορίες των δισεκατομμυρίων ανθρώπων που πέρασαν από τη γη και των πλασμάτων είναι η ιστορία του ίδιου του Θεού Γιατί η Γη γυρίζει Δρ Ευστράτιος Παπάνης Στα παλιά χρόνια η γη ήταν ακίνητη. Δε γυρνούσε ούτε σε σχέση με τον ήλιο, ούτε έτρεχε μες το διάστημα, ούτε περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της. Η μια της πλευρά ήταν πάντα φωτεινή και ζεστή και η άλλη μόνιμα σκοτεινή και κρύα. Δεν υπήρχαν εποχές και οι άνθρωποι ήταν ή χαρούμενοι γιατί έβλεπαν πάντα το φως είτε δυστυχισμένοι, επειδή τους έλειπε η θαλπωρή του λαμπρού αστεριού. Όμως όσο ευτυχισμένοι κι αν ήταν οι εκείνοι της φωτεινής πλευράς νύσταζαν διαρκώς γιατί είχαν πάντα μέρα και δούλευαν και οι υπόλοιποι κοιμόταν ώρες πολλές, αφού ήταν πάντα νύχτα. Αποφάσισαν να μιλήσουν στο γίγαντα που ζούσε στο κέντρο του γαλαξία. Τρομερέ άρχοντα βοήθησε μας. Είμαστε όλοι κατσούφηδες γιατί οι μισοί έχουμε πάντα χειμώνα και σκοτάδι και οι άλλοι γιατί τα βλέφαρα μας κλείνουν. Κάνε κάτι πριν αρχίσουμε τους πολέμους. Και τότε ο γίγαντας του γαλαξία δίνει μια κλωτσιά στη Γη και αυτή, αφού χοροπήδησε σαν τόπι, άρχισε να γυρνά γύρω από τον εαυτό της, να τραγουδά τρέχοντας γύρω από τον ήλιο και να παιζογελά διανύοντας το διάστημα Ο Θεός των στιγμών, που δεν πρόλαβαν να τελειώσουν Δρ Ευστράτιος Παπάνης Λένε πως μια φορά κάθε χιλιάδες χρόνια βαριέται ο Θεός την τόση αρμονία και την τάξη. Ξεχνά για λίγο η καρδιά Του τη Δικαιοσύνη και τη Σοφία, επειδή μεθά με το κρασί της Αγάπης. Κι όλοι γνωρίζουν πως στο μεθύσι αυτό η παραζάλη σε κάνει να αγαπάς εξίσου το δίκαιο με το άδικο, το σωστό με το σφάλμα, το συμμετρικό με το απροσάρμοστο, το ευλογημένο με το καταραμένο, τον πόνο με την ελπίδα. Μερικοί μάλιστα ισχυρίζονται πως κάποτε σε ένα τέτοιο μεθύσι της αγάπης φίλιωσε ακόμα και το Διάβολο και δεήθηκε για τα πράγματα και τις ψυχές, που λησμονήθηκαν στην κόλαση και στη φωτιά. Θυμάται τότε μέσα στις μουσικές και στο ποτό, κλαίγοντας και τραγουδώντας, το πιο αγαπημένο του λάθος, το πιο τραγικό τέκνο της πλάσης, τον άνθρωπο. Κανείς δεν επιτρέπεται να μιλά γι αυτό, αν και όλοι ξέρουν πως ήταν μετά από ένα τέτοιο γλέντι που έγινε: Όχι χουν από της γης, όχι όχι από χώμα. Με πόνο και ελπίδα τον έφτιαξε, από καθαρή και ατόφια αγάπη, τόση που περικλείει μέσα της την ειρήνη και τον πόλεμο, τη διχόνοια και τη φιλία, τη θυσία και την προδοσία, το θάνατο και τη ζωή, τη σταύρωση και την ανάσταση. Και δεν ενεφύσησεν πνοήν σκέτη ζωής, αλλά τον φίλησε στο στόμα με τη δική του μεθυσμένη ανάσα, τον κέρασε από το δικό του πιοτό, τραγούδησαν αγκαλιασμένοι τους αμανέδες της δημιουργίας. Και όλοι ξέρουν πως αυτοί που γίνονται αδέρφια την ώρα του κρασιού και της αγάπης, είναι αντίπαλοι στα θνητά, μα συμπολεμιστές στα αιώνια. Από τότε κάθε που μεθάει ο Θεός με την αγάπη διώχνει μακριά τα σύννεφα, που τον κρύβουν από τα μάτια, μετακινεί με τα δάχτυλα όλα όσα Τον κάνουν αόρατο στις ψυχές, την έπαρση, την αχαριστία, το φθόνο, σκίζει με ένα του νεύμα τον ουρανό και ανοίγει ένα μυστικό πέρασμα ανάμεσα στους δύο κόσμους για να δει και να Τον δουν τα παιδιά Του Ξεχύνονται τότε οι ψυχές από τον παράδεισο και από την κόλαση να πάνε να μαζέψουν όλα όσα άφησαν κάτω μισοτελειωμένα. Και επιστρέφουν το σούρουπο αποκαμωμένες με όσα πρόλαβε να περισώσει η καθεμία: Άλλη λόγια που δεν πρόλαβαν να ειπωθούν, άλλη στιγμές που ανέστιες απόμειναν, ενώ θα μπορούσαν να γίνουν βαρύτιμες, άλλη επιλογές που δεν προτιμήθηκαν, άλλη έρωτες που πριν εξιδανικευτούν ξεψυχήσανε , άλλη εκβάσεις, που από δειλία δεν επιτεύχθηκαν. Και άλλες στις χούφτες κουβαλούν τα δάκρυα εκείνων, που για τους νεκρούς τους θρηνούν, και τα κάνουν πηγές στα αθάνατα Και καθώς περιδιαβαίνει ο Θεός τον Κήπο ή την Κόλαση μεθυσμένος σκοντάφτει στου συμπάντου τα ατελείωτα και στης αγάπης ταλάφυρα. Σε στιγμές και αμαρτωλές και άγιες, σε αισθήματα που δεν τελειώθηκαν Και σκύβει με στοργή και κατάνυξη και με Πνοήν Αγάπης τα ανασταίνει |
|
|
|