Άρθρο του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη στο περιοδικό της Βουλής των Ελλήνων «Επί του Περιστυλίου» (12.5.2021)
12/5/2021, 11:08
Η ευρωπαϊκή πορεία 40 χρόνων της Ελλάδας οδηγός απέναντι στις προκλήσεις του μέλλοντος
Το 2021 σηματοδοτεί 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ένα γεγονός ορόσημο που καθόρισε τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας μας. Καθώς τιμούμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, μας δίνεται η ευκαιρία να αναλογιστούμε πως η ελληνική ένταξη εκπλήρωσε τελικά τα ευρωπαϊκά και φιλελεύθερα ιδεώδη των πρώτων στοχαστών του ελληνικού κράτους, τοποθετώντας τη χώρα στον στενό πυρήνα της «ευρωπαϊκής» πρωτοπορίας.
Η προσχώρηση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) – επίσημα από το 1981, αλλά ουσιαστικά από το 1979 - αποτέλεσε μια πολιτική τομή που θωράκισε αμετάκλητα τη Δημοκρατία και τη θεσμική ομαλότητα στην Ελλάδα της μεταδικτατορικής περιόδου, την ίδια εποχή που η χώρα οικοδομούσε μια πολύπλευρη εξωτερική πολιτική απέναντι στην Τουρκική επιθετικότητα και την ευρύτερη γεωπολιτική αστάθεια. Οι ευρωπαίοι εταίροι μας αποδέχτηκαν την ιστορική τους ευθύνη, και η ένταξη της Ελλάδας αποτέλεσε μια πρώτη έκφανση της συγκρότησης της ΕΟΚ – του προδρόμου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) – ως μιας πολιτικής οντότητας με ειδικό γεωπολιτικό και θεσμικό βάρος.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την καθοριστική πολιτική συνεισφορά του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η ένταξη της Ελλάδας στις Κοινότητες θα ήταν αδύνατη χωρίς τις πρωτοβουλίες του χαρισματικού Έλληνα ηγέτη. Η αρχική αίτηση σύνδεσης είχε υπογραφεί τον Ιούνιο του 1959 επί πρωθυπουργίας του - οδηγώντας στην ιστορική συμφωνία σύνδεσης μεταξύ Ελλάδας και ΕΟΚ τον Ιούνιο του 1961. Αυτή η συμφωνία "πάγωσε" με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας το 1967, αλλά επανενεργοποιήθηκε μετά την «επταετία» και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 1974. Μετά την επιστροφή του Καραμανλή στην Ελλάδα και την εκλογή του ως Πρωθυπουργού, ο ίδιος ανακοίνωσε στις 12 Ιουνίου 1975 την πρόθεσή του να ζητήσει πλήρη ένταξη στην ΕΟΚ, η οποία και υπογράφηκε στις 28 Μαΐου 1979 μετά από 4 χρόνια κοπιωδών διαπραγματεύσεων. Ο «Εθνάρχης» έγινε και «Πατέρας της Ευρωπαϊκής Ένταξης».
Ως πλήρες μέλος της ΕΟΚ, η χώρα μας συνεισέφερε εξαρχής πολύτιμα στοιχεία στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι: το πλούσιο πολιτιστικό της παρελθόν, το ποιοτικό ανθρώπινο δυναμικό της και βεβαίως τη διεθνή εξειδίκευσή της σε κλάδους αιχμής, όπως η ναυτιλία. Ταυτόχρονα, η ΕΟΚ για πρώτη φορά «πατούσε» στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, στο σύνορο δύο Ηπείρων. Ωστόσο, σημαντικότερο από όλα, η Ελλάδα αποτελούσε θεμέλιο σύμβολο του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος και η ένταξή της ήταν μια αναγκαία συνθήκη για την περαιτέρω πολιτική ολοκλήρωσή της ΕΟΚ.
Από την άλλη, τα οφέλη της ένταξης για την Ελλάδα έγιναν γρήγορα ορατά. Η ευρωπαϊκή μας πορεία επιτάχυνε τον θεσμικό και διοικητικό εκσυγχρονισμό, καταπολεμώντας την πλεονάζουσα γραφειοκρατία και προωθώντας τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη. Τα εθνικά μας συμφέροντα βρήκαν μόνιμη και συνεπή στήριξη στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών, καθώς αντίστοιχα η ελληνική διπλωματία μάθαινε να λειτουργεί στη μακρά διάρκεια, επιδεικνύοντας επιμονή και συνέπεια στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 αποτελεί ίσως το πιο τρανταχτό επιχείρημα για να καταλάβουμε ότι η στρατηγική επιλογή ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν και παραμένει μονόδρομος για την εκπλήρωση των εθνικών μας συμφερόντων. Αντίστοιχα, η Ελλάδα σήμερα εξάγει σταθερότητα, εγγυάται την ειρήνη και απολαμβάνει καθοδηγητικό ρόλο στα Βαλκάνια, με πλήρη εμπιστοσύνη στις πολυσύνθετες δυνατότητές της απέναντι σε κάθε είδους εξωτερική πρόκληση.
Ωστόσο, και σε καθημερινό επίπεδο, οι Έλληνες βιώσαμε μια άνευ προηγουμένου βελτίωση των όρων ζωής μας, μέσα από την κοινοτική συγχρηματοδότηση 200 δις ευρώ για έργα υποδομής ζωτικής σημασίας, αλλά και την ποιοτική αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου και της οικονομίας της γνώσης, ειδικά για τις νεότερες γενιές που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν ως ευρωπαίοι πολίτες. Η κινητικότητα φοιτητών και εξειδικευμένων εργαζομένων είναι η πιο ελπιδοφόρα πτυχή της ένταξης της Ελλάδας σε αυτή την κοινότητα 500 εκατομμυρίων ανθρώπων, όπου επίσης προϊόντα, υπηρεσίες και ιδέες διακινούνται ελεύθερα. Η είσοδός μας στην Νομισματική Ένωση του ευρώ το 2002 αντίστοιχα μας επέτρεψε να σταθεροποιήσουμε το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα και να απαλείψουμε χρόνιες παθογένειες που ταλάνιζαν τον επιχειρηματικό και παραγωγικό κόσμο της χώρας.
Βεβαίως, η σχέση των Ελλήνων με την ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ήταν πάντα ανέφελη. Γρήγορα ξεπεράσαμε τον όποιο σκεπτικισμό τη δεκαετία του 1980 εξελισσόμενοι σε πρωτοπόρους του ευρωπαϊκού οράματος, κάτι το οποίο αναγνώρισαν όλοι οι εταίροι μας. Παρόλα αυτά, οι δυσκαμψίες και οι αδράνειες ενός ταραγμένου θεσμικού παρελθόντος δεν επέτρεψαν η Ελλάδα να προσαρμοστεί εγκαίρως στις νέες συνθήκες της ανοιχτής οικονομίας. Το σοκ της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που διαχύθηκε στην Ευρώπη τη δεκαετία του 2010 χτύπησε την Ελλάδα με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Η Ελλάδα και οι Έλληνες πλήρωσαν ένα δύσκολο τίμημα, αλλά έδειξαν επιμονή. Εν τέλει, η απάντησή μας ήταν «περισσότερη Ευρώπη». Η ιστορία μάλιστα μας δικαίωσε, αποδεικνύοντας ότι όλο και πιο σύνθετα προβλήματα απαιτούν κοινές λύσεις.
Σήμερα, αυτό γίνεται ακόμα πιο εμφανές. Σε μια από τις πιο τις πιο δύσκολες δοκιμασίες στην Ιστορία της, η Ευρωπαϊκή Ένωση κλήθηκε να επιδείξει ενωμένη τα αναγκαία αντανακλαστικά. Παρά τις αρχικές αρρυθμίες, συντονίστηκε στην από κοινού προμήθεια ιατρικού εξοπλισμού, ενώ ξεκίνησε εξαρχής να χρηματοδοτεί την πολύτιμη έρευνα για την παρασκευή εμβολίων. Η υλοποίηση του πανευρωπαϊκού προγράμματος εμβολιασμού εντός του 2021 αποτελεί πλέον την άμεση προτεραιότητά μας. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έδειξε την απαιτούμενη ευελιξία στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και τη στήριξη της απασχόλησης μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 750 δις το οποίο για πρώτη φορά χρηματοδοτήθηκε δια της κοινής αμοιβαιοποίησης χρέους.
Πλέον, καθώς η Ευρώπη εξέρχεται από την πανδημία του COVID-19, οι Έλληνες πολίτες καλούμαστε να συμμετάσχουμε μαζί με τους υπόλοιπους ευρωπαίους συμπολίτες μας σε ένα από τα πιο φιλόδοξα εγχειρήματα πολυεπίπεδου δημοκρατικού διαλόγου που έχει λάβει ποτέ χώρα, τη Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης.
Σε αυτόν τον πανευρωπαϊκό διάλογο, η χώρα μας θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και θα συμμετάσχει ενεργά με συγκεκριμένες προτάσεις. Η εθνική πρόταση περιλαμβάνει 6+1 άξονες, που αφορούν το ευρωπαϊκό πλαίσιο Άμυνας και Ασφάλειας, τις ευρωπαϊκές Πολιτικές Συνοχής, το Περιβάλλον και την Κλιματική Αλλαγή, το Μεταναστευτικό, την Έρευνα και την Καινοτομία με έμφαση στο ρόλο της Νεολαίας, τη στρατηγική εμβάθυνσης της ΟΝΕ και το τρίπτυχο «Κράτος Δικαίου-Δημοκρατία-Ανθρώπινα Δικαιώματα».
Με την πείρα μιας κοπιώδους πλην επιτυχημένης ευρωπαϊκής πορείας 40 χρόνων και με την ιδιαίτερη ευαισθησία που μας χαρακτηρίζει σε ζητήματα δημοκρατίας και γεωπολιτικής, έχει έρθει η στιγμή να τοποθετηθούμε για το μέλλον της Ευρώπης, δικαιώνοντας το παρελθόν μας αλλά και απαντώντας ψύχραιμα στις προκλήσεις ενός σύνθετου παρόντος.
Το 2021 σηματοδοτεί 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ένα γεγονός ορόσημο που καθόρισε τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας μας. Καθώς τιμούμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, μας δίνεται η ευκαιρία να αναλογιστούμε πως η ελληνική ένταξη εκπλήρωσε τελικά τα ευρωπαϊκά και φιλελεύθερα ιδεώδη των πρώτων στοχαστών του ελληνικού κράτους, τοποθετώντας τη χώρα στον στενό πυρήνα της «ευρωπαϊκής» πρωτοπορίας.
Η προσχώρηση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) – επίσημα από το 1981, αλλά ουσιαστικά από το 1979 - αποτέλεσε μια πολιτική τομή που θωράκισε αμετάκλητα τη Δημοκρατία και τη θεσμική ομαλότητα στην Ελλάδα της μεταδικτατορικής περιόδου, την ίδια εποχή που η χώρα οικοδομούσε μια πολύπλευρη εξωτερική πολιτική απέναντι στην Τουρκική επιθετικότητα και την ευρύτερη γεωπολιτική αστάθεια. Οι ευρωπαίοι εταίροι μας αποδέχτηκαν την ιστορική τους ευθύνη, και η ένταξη της Ελλάδας αποτέλεσε μια πρώτη έκφανση της συγκρότησης της ΕΟΚ – του προδρόμου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) – ως μιας πολιτικής οντότητας με ειδικό γεωπολιτικό και θεσμικό βάρος.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την καθοριστική πολιτική συνεισφορά του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η ένταξη της Ελλάδας στις Κοινότητες θα ήταν αδύνατη χωρίς τις πρωτοβουλίες του χαρισματικού Έλληνα ηγέτη. Η αρχική αίτηση σύνδεσης είχε υπογραφεί τον Ιούνιο του 1959 επί πρωθυπουργίας του - οδηγώντας στην ιστορική συμφωνία σύνδεσης μεταξύ Ελλάδας και ΕΟΚ τον Ιούνιο του 1961. Αυτή η συμφωνία "πάγωσε" με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας το 1967, αλλά επανενεργοποιήθηκε μετά την «επταετία» και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 1974. Μετά την επιστροφή του Καραμανλή στην Ελλάδα και την εκλογή του ως Πρωθυπουργού, ο ίδιος ανακοίνωσε στις 12 Ιουνίου 1975 την πρόθεσή του να ζητήσει πλήρη ένταξη στην ΕΟΚ, η οποία και υπογράφηκε στις 28 Μαΐου 1979 μετά από 4 χρόνια κοπιωδών διαπραγματεύσεων. Ο «Εθνάρχης» έγινε και «Πατέρας της Ευρωπαϊκής Ένταξης».
Ως πλήρες μέλος της ΕΟΚ, η χώρα μας συνεισέφερε εξαρχής πολύτιμα στοιχεία στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι: το πλούσιο πολιτιστικό της παρελθόν, το ποιοτικό ανθρώπινο δυναμικό της και βεβαίως τη διεθνή εξειδίκευσή της σε κλάδους αιχμής, όπως η ναυτιλία. Ταυτόχρονα, η ΕΟΚ για πρώτη φορά «πατούσε» στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, στο σύνορο δύο Ηπείρων. Ωστόσο, σημαντικότερο από όλα, η Ελλάδα αποτελούσε θεμέλιο σύμβολο του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος και η ένταξή της ήταν μια αναγκαία συνθήκη για την περαιτέρω πολιτική ολοκλήρωσή της ΕΟΚ.
Από την άλλη, τα οφέλη της ένταξης για την Ελλάδα έγιναν γρήγορα ορατά. Η ευρωπαϊκή μας πορεία επιτάχυνε τον θεσμικό και διοικητικό εκσυγχρονισμό, καταπολεμώντας την πλεονάζουσα γραφειοκρατία και προωθώντας τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη. Τα εθνικά μας συμφέροντα βρήκαν μόνιμη και συνεπή στήριξη στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών, καθώς αντίστοιχα η ελληνική διπλωματία μάθαινε να λειτουργεί στη μακρά διάρκεια, επιδεικνύοντας επιμονή και συνέπεια στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 αποτελεί ίσως το πιο τρανταχτό επιχείρημα για να καταλάβουμε ότι η στρατηγική επιλογή ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν και παραμένει μονόδρομος για την εκπλήρωση των εθνικών μας συμφερόντων. Αντίστοιχα, η Ελλάδα σήμερα εξάγει σταθερότητα, εγγυάται την ειρήνη και απολαμβάνει καθοδηγητικό ρόλο στα Βαλκάνια, με πλήρη εμπιστοσύνη στις πολυσύνθετες δυνατότητές της απέναντι σε κάθε είδους εξωτερική πρόκληση.
Ωστόσο, και σε καθημερινό επίπεδο, οι Έλληνες βιώσαμε μια άνευ προηγουμένου βελτίωση των όρων ζωής μας, μέσα από την κοινοτική συγχρηματοδότηση 200 δις ευρώ για έργα υποδομής ζωτικής σημασίας, αλλά και την ποιοτική αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου και της οικονομίας της γνώσης, ειδικά για τις νεότερες γενιές που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν ως ευρωπαίοι πολίτες. Η κινητικότητα φοιτητών και εξειδικευμένων εργαζομένων είναι η πιο ελπιδοφόρα πτυχή της ένταξης της Ελλάδας σε αυτή την κοινότητα 500 εκατομμυρίων ανθρώπων, όπου επίσης προϊόντα, υπηρεσίες και ιδέες διακινούνται ελεύθερα. Η είσοδός μας στην Νομισματική Ένωση του ευρώ το 2002 αντίστοιχα μας επέτρεψε να σταθεροποιήσουμε το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα και να απαλείψουμε χρόνιες παθογένειες που ταλάνιζαν τον επιχειρηματικό και παραγωγικό κόσμο της χώρας.
Βεβαίως, η σχέση των Ελλήνων με την ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ήταν πάντα ανέφελη. Γρήγορα ξεπεράσαμε τον όποιο σκεπτικισμό τη δεκαετία του 1980 εξελισσόμενοι σε πρωτοπόρους του ευρωπαϊκού οράματος, κάτι το οποίο αναγνώρισαν όλοι οι εταίροι μας. Παρόλα αυτά, οι δυσκαμψίες και οι αδράνειες ενός ταραγμένου θεσμικού παρελθόντος δεν επέτρεψαν η Ελλάδα να προσαρμοστεί εγκαίρως στις νέες συνθήκες της ανοιχτής οικονομίας. Το σοκ της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που διαχύθηκε στην Ευρώπη τη δεκαετία του 2010 χτύπησε την Ελλάδα με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Η Ελλάδα και οι Έλληνες πλήρωσαν ένα δύσκολο τίμημα, αλλά έδειξαν επιμονή. Εν τέλει, η απάντησή μας ήταν «περισσότερη Ευρώπη». Η ιστορία μάλιστα μας δικαίωσε, αποδεικνύοντας ότι όλο και πιο σύνθετα προβλήματα απαιτούν κοινές λύσεις.
Σήμερα, αυτό γίνεται ακόμα πιο εμφανές. Σε μια από τις πιο τις πιο δύσκολες δοκιμασίες στην Ιστορία της, η Ευρωπαϊκή Ένωση κλήθηκε να επιδείξει ενωμένη τα αναγκαία αντανακλαστικά. Παρά τις αρχικές αρρυθμίες, συντονίστηκε στην από κοινού προμήθεια ιατρικού εξοπλισμού, ενώ ξεκίνησε εξαρχής να χρηματοδοτεί την πολύτιμη έρευνα για την παρασκευή εμβολίων. Η υλοποίηση του πανευρωπαϊκού προγράμματος εμβολιασμού εντός του 2021 αποτελεί πλέον την άμεση προτεραιότητά μας. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έδειξε την απαιτούμενη ευελιξία στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και τη στήριξη της απασχόλησης μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 750 δις το οποίο για πρώτη φορά χρηματοδοτήθηκε δια της κοινής αμοιβαιοποίησης χρέους.
Πλέον, καθώς η Ευρώπη εξέρχεται από την πανδημία του COVID-19, οι Έλληνες πολίτες καλούμαστε να συμμετάσχουμε μαζί με τους υπόλοιπους ευρωπαίους συμπολίτες μας σε ένα από τα πιο φιλόδοξα εγχειρήματα πολυεπίπεδου δημοκρατικού διαλόγου που έχει λάβει ποτέ χώρα, τη Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης.
Σε αυτόν τον πανευρωπαϊκό διάλογο, η χώρα μας θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και θα συμμετάσχει ενεργά με συγκεκριμένες προτάσεις. Η εθνική πρόταση περιλαμβάνει 6+1 άξονες, που αφορούν το ευρωπαϊκό πλαίσιο Άμυνας και Ασφάλειας, τις ευρωπαϊκές Πολιτικές Συνοχής, το Περιβάλλον και την Κλιματική Αλλαγή, το Μεταναστευτικό, την Έρευνα και την Καινοτομία με έμφαση στο ρόλο της Νεολαίας, τη στρατηγική εμβάθυνσης της ΟΝΕ και το τρίπτυχο «Κράτος Δικαίου-Δημοκρατία-Ανθρώπινα Δικαιώματα».
Με την πείρα μιας κοπιώδους πλην επιτυχημένης ευρωπαϊκής πορείας 40 χρόνων και με την ιδιαίτερη ευαισθησία που μας χαρακτηρίζει σε ζητήματα δημοκρατίας και γεωπολιτικής, έχει έρθει η στιγμή να τοποθετηθούμε για το μέλλον της Ευρώπης, δικαιώνοντας το παρελθόν μας αλλά και απαντώντας ψύχραιμα στις προκλήσεις ενός σύνθετου παρόντος.
_________________
- Σημεία ομιλίας Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη στην Ολομέλεια της Βουλής (2.12.2021)
- Μήνυμα Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη για την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου (19.05.2021)
- Μήνυμα Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη για την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου (19.05.2021)
- Δελτίο Τύπου - Συνάντηση του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών κ. Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη με τον Προέδρο της Βουλής κ. Κωνσταντίνο Τασούλα - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ (Αθήνα, 07.04.2021)
- Παρουσία Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη στις Εκδηλώσεις Μνήμης Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος (Αθήνα, 27.01.2021)
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης