Ιδού και η άποψη τής Καθημερινής
20/7/2022, 11:40
Η «άδικη» φορολογία περιορίζει την ανάπτυξη
Σεραφείμ Κωνσταντινίδης
05.02.2022 • 20:43
Στο ψευτοδίλημμα αν είναι υψηλοί οι φόροι ή χαμηλό το εισόδημα, η απάντηση είναι απλή: συμβαίνουν και τα δύο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2020 η φορολογία είναι 38,8% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος των χωρών ΟΟΣΑ είναι 33,5%.
Δεν ήταν πάντα έτσι, αφού για μακρά περίοδο η φορολογία ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν στον μέσο όρο ΟΟΣΑ και μάλιστα το διάστημα 2004-2007 η φορολογία στην ελληνική οικονομία ήταν μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ από τον ΟΟΣΑ. Τα χρόνια των μνημονίων, οπότε και υπάρχει μείωση ΑΕΠ και αύξηση των φόρων, η φορολογία αποσπά όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ, με αποκορύφωμα το 2018, οπότε οι φόροι έφθασαν το 40% του ΑΕΠ, δηλαδή του εισοδήματος. Αντί να πληρώνουν φόρους όλοι ανάλογα με το εισόδημά τους, υπερφορολογούνται επειδή μιλούν στα κινητά, παρακολουθούν συνδρομητική τηλεόραση, πίνουν καφέ και κάνουν διακοπές σε ξενοδοχεία. Φόροι στην κατανάλωση, όχι στο εισόδημα.
Ετσι φθάνουμε στο 2020, οπότε διαπιστώνεται ελαφρά μείωση του ποσοστού φορολογίας, αλλά η χώρα βρίσκεται στην 9η θέση ανάμεσα στις 38 χώρες του ΟΟΣΑ όσον αφορά την υψηλότερη φορολογία. Η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 13% και μάλιστα μετά τη μείωση 22% το καλοκαίρι του 2019 είναι προφανώς προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς και η φορολογία περιουσίας στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Η υπερφορολόγηση που είχε επιβληθεί τα προηγούμενα χρόνια, αποτελούσε «διέξοδο» από την αδυναμία ανάπτυξης. Την προηγούμενη πενταετία, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αυξήθηκαν 29 διαφορετικοί φόροι, αλλά ήδη μειώθηκαν φορολογικοί συντελεστές, έχει ανασταλεί η εισφορά αλληλεγγύης, έχει σχεδόν μηδενιστεί ο φόρος στις γονικές παροχές, και όλα αυτά χωρίς να διαταραχθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και παρά τη συγκυρία της πανδημίας.
Η υπερφορολόγηση που είχε επιβληθεί τα προηγούμενα χρόνια αποτελούσε «διέξοδο» από την αδυναμία ανάπτυξης.
Η ιδιαιτερότητα είναι ότι δεν είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τις χώρες ΟΟΣΑ η φορολογία εισοδήματος, ούτε η φορολογία εταιρικών κερδών. Πολύ πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ είναι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, οι φόροι περιουσίας, έμμεσοι φόροι όπως ο ΦΠΑ και άλλοι φόροι σε προϊόντα και υπηρεσίες.
Προφανώς η αιτία της στρέβλωσης είναι η φοροδιαφυγή, την οποία αδυνατεί το κράτος να περιορίσει και εισπράττει με τον εύκολο τρόπο, με φορολογία στην κατανάλωση, στα προϊόντα και στις υπηρεσίες. Ουσιαστικά έχει έσοδα από άδικους έμμεσους φόρους, οι οποίοι επιβαρύνουν την οικονομία και την ανταγωνιστικότητά της.
Επιβαρύνονται οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών με φόρους, για παράδειγμα, στη χρήση κινητών τηλεφώνων, σε όσους πίνουν μπίρα ή οδηγούν εταιρικό αυτοκίνητο. Πλήττεται η ανταγωνιστικότητα με υψηλές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, υπερφορολογείται ό,τι δεν μπορεί να κρυφτεί, π.χ. ακίνητα. Επικρατεί η αίσθηση αδικίας.
Η φορολογική μεταρρύθμιση θα συναντήσει μεγάλες προκλήσεις στο προσεχές μέλλον. Η πολιτική μείωσης των φόρων που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση δεν σημαίνει αναγκαστικά και μείωση εσόδων του Δημοσίου εφόσον αυξάνεται το ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα, μια αποτελεσματική πολιτική μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της οικονομίας μπορεί να γίνει εργαλείο ανάπτυξης εφόσον ενισχύει την ανταγωνιστικότητα.
Για περίοδο εννέα ετών μετά το 2011, αυξάνεται σταθερά η φορολογία ενώ η άνοδος του ΑΕΠ είναι από ανεπαίσθητη με μηδενική ανάπτυξη έως αρνητική, με μεγάλη πτώση. Η πτώση του ΑΕΠ, αλλά και η ενίσχυση της φοροδιαφυγής, περιορίζει τα έσοδα του Δημοσίου και οι κυβερνήσεις οδηγούνται σε λάθος κατεύθυνση, στην επιβολή περισσότερων φόρων, που πληρώνουν όσοι δεν μπορούν να τους αποφύγουν. Αυτός είναι ο μηχανισμός της υπανάπτυξης, ο φαύλος κύκλος που πρέπει να σπάσει και να δώσει τη θέση της σε κύκλο ανάπτυξης που φέρνει νέα έσοδα στο Δημόσιο με μείωση της φορολογίας.
Σεραφείμ Κωνσταντινίδης
05.02.2022 • 20:43
Στο ψευτοδίλημμα αν είναι υψηλοί οι φόροι ή χαμηλό το εισόδημα, η απάντηση είναι απλή: συμβαίνουν και τα δύο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2020 η φορολογία είναι 38,8% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος των χωρών ΟΟΣΑ είναι 33,5%.
Δεν ήταν πάντα έτσι, αφού για μακρά περίοδο η φορολογία ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν στον μέσο όρο ΟΟΣΑ και μάλιστα το διάστημα 2004-2007 η φορολογία στην ελληνική οικονομία ήταν μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ από τον ΟΟΣΑ. Τα χρόνια των μνημονίων, οπότε και υπάρχει μείωση ΑΕΠ και αύξηση των φόρων, η φορολογία αποσπά όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ, με αποκορύφωμα το 2018, οπότε οι φόροι έφθασαν το 40% του ΑΕΠ, δηλαδή του εισοδήματος. Αντί να πληρώνουν φόρους όλοι ανάλογα με το εισόδημά τους, υπερφορολογούνται επειδή μιλούν στα κινητά, παρακολουθούν συνδρομητική τηλεόραση, πίνουν καφέ και κάνουν διακοπές σε ξενοδοχεία. Φόροι στην κατανάλωση, όχι στο εισόδημα.
Ετσι φθάνουμε στο 2020, οπότε διαπιστώνεται ελαφρά μείωση του ποσοστού φορολογίας, αλλά η χώρα βρίσκεται στην 9η θέση ανάμεσα στις 38 χώρες του ΟΟΣΑ όσον αφορά την υψηλότερη φορολογία. Η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 13% και μάλιστα μετά τη μείωση 22% το καλοκαίρι του 2019 είναι προφανώς προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς και η φορολογία περιουσίας στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Η υπερφορολόγηση που είχε επιβληθεί τα προηγούμενα χρόνια, αποτελούσε «διέξοδο» από την αδυναμία ανάπτυξης. Την προηγούμενη πενταετία, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αυξήθηκαν 29 διαφορετικοί φόροι, αλλά ήδη μειώθηκαν φορολογικοί συντελεστές, έχει ανασταλεί η εισφορά αλληλεγγύης, έχει σχεδόν μηδενιστεί ο φόρος στις γονικές παροχές, και όλα αυτά χωρίς να διαταραχθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και παρά τη συγκυρία της πανδημίας.
Η υπερφορολόγηση που είχε επιβληθεί τα προηγούμενα χρόνια αποτελούσε «διέξοδο» από την αδυναμία ανάπτυξης.
Η ιδιαιτερότητα είναι ότι δεν είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τις χώρες ΟΟΣΑ η φορολογία εισοδήματος, ούτε η φορολογία εταιρικών κερδών. Πολύ πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ είναι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, οι φόροι περιουσίας, έμμεσοι φόροι όπως ο ΦΠΑ και άλλοι φόροι σε προϊόντα και υπηρεσίες.
Προφανώς η αιτία της στρέβλωσης είναι η φοροδιαφυγή, την οποία αδυνατεί το κράτος να περιορίσει και εισπράττει με τον εύκολο τρόπο, με φορολογία στην κατανάλωση, στα προϊόντα και στις υπηρεσίες. Ουσιαστικά έχει έσοδα από άδικους έμμεσους φόρους, οι οποίοι επιβαρύνουν την οικονομία και την ανταγωνιστικότητά της.
Επιβαρύνονται οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών με φόρους, για παράδειγμα, στη χρήση κινητών τηλεφώνων, σε όσους πίνουν μπίρα ή οδηγούν εταιρικό αυτοκίνητο. Πλήττεται η ανταγωνιστικότητα με υψηλές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, υπερφορολογείται ό,τι δεν μπορεί να κρυφτεί, π.χ. ακίνητα. Επικρατεί η αίσθηση αδικίας.
Η φορολογική μεταρρύθμιση θα συναντήσει μεγάλες προκλήσεις στο προσεχές μέλλον. Η πολιτική μείωσης των φόρων που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση δεν σημαίνει αναγκαστικά και μείωση εσόδων του Δημοσίου εφόσον αυξάνεται το ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα, μια αποτελεσματική πολιτική μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της οικονομίας μπορεί να γίνει εργαλείο ανάπτυξης εφόσον ενισχύει την ανταγωνιστικότητα.
Για περίοδο εννέα ετών μετά το 2011, αυξάνεται σταθερά η φορολογία ενώ η άνοδος του ΑΕΠ είναι από ανεπαίσθητη με μηδενική ανάπτυξη έως αρνητική, με μεγάλη πτώση. Η πτώση του ΑΕΠ, αλλά και η ενίσχυση της φοροδιαφυγής, περιορίζει τα έσοδα του Δημοσίου και οι κυβερνήσεις οδηγούνται σε λάθος κατεύθυνση, στην επιβολή περισσότερων φόρων, που πληρώνουν όσοι δεν μπορούν να τους αποφύγουν. Αυτός είναι ο μηχανισμός της υπανάπτυξης, ο φαύλος κύκλος που πρέπει να σπάσει και να δώσει τη θέση της σε κύκλο ανάπτυξης που φέρνει νέα έσοδα στο Δημόσιο με μείωση της φορολογίας.
_________________
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης