«Τους φτωχούς τους τρέφει μόνον η επιθυμία του έρωτα, του σεξ και τα χάδια. Στους πλούσιους αρέσουν οι χρηματιστηριακοί δείκτες, τα μεγάλα γραφεία στους ουρανοξύστες, οι διεθνείς τράπεζες, η βιομηχανία, τα ιδιωτικά τζετ, οι επαύλεις με εκατό δωμάτια και πενήντα μπάνια» σκέφτεται ο Σαλβαδόρ, κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου «Τα φιλιά». Ο 58χρονος Σαλβαδόρ, πρόσφατα συνταξιοδοτημένος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, έχει προγραμματίσει να περάσει τις ανοιξιάτικες διακοπές του σε ένα ξύλινο σπίτι στο δάσος της Σοτοπένια, σαράντα χιλιόμετρα από τη Μαδρίτη. Εγκαθίσταται στην περιοχή μία μέρα πριν από την κήρυξη της καραντίνας για την COVID-19 στην Ισπανία. Η μόνη ανθρώπινη επαφή που μπορεί να έχει για όσο διάστημα βρίσκεται εκεί είναι με την Μονσεράτ, τη 45χρονη πωλήτρια ενός τοπικού μπακάλικου. Οι δυο τους θα βιώσουν τον έρωτα σαν μοναδικό καταφύγιο και παρηγοριά μες στη μοναξιά της πανδημίας. Αλήθεια, πώς ερωτεύονται δύο άνθρωποι που δεν βρίσκονται στην πρώτη νιότη, άρα είναι αρκετά υποψιασμένοι; Αυτό ακριβώς περιγράφει ο Μανουέλ Βίλας με τρόπο σχεδόν συγκινητικό. Όταν συναντιούνται ο Σαντιάγο και η Μονσεράτ έχουν ήδη χτίσει μια ολόκληρη ζωή ο καθένας, έχουν βιώσει μεγάλες χαρές αλλά και πολύ μεγάλες απώλειες, έχουν προσπαθήσει να διαχειριστούν τα πένθη τους άλλες φορές με επιτυχία και άλλες όχι και σίγουρα γνωρίζουν τον εαυτό τους τόσο καλά ώστε έχουν αποδεχθεί τις ευθύνες των επιλογών τους. Μπορούν όσοι έχουν δει όλες τις όψεις της ζωής να εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τον έρωτα σαν επαναστατική πράξη; Και όταν τους τελειώνει ο έρωτας μπορεί να τους σώσει η αγάπη; |
|